Showing Up:Η Michelle Williams παίζει στην πρώιμη υποψηφιότητα για την καλύτερη ταινία της χρονιάς
Το «Showing Up» είναι η νέα ταινία της Michelle Williams στο εξαιρετικό μινιμαλιστικό δράμα της Kelly Reichardt για την τέχνη και τη ζωή.
Η τελευταία συνεργασία μεταξύ της σκηνοθέτιδας Kelly Reichardt και της ηθοποιού Michelle Williams εξερευνά τον κόπο και τα προβλήματα της δημιουργίας τέχνης με χάρη και πονηρό πνεύμα στην ταινία «Showing Up». Στην τελευταία ταινία της Reichardt, «Showing Up», που θα προβάλλεται στο διαγωνιστικό τμήμα του Φεστιβάλ Καννών, η Williams υποδύεται τη Lizzy, μια μεσήλικη γλύπτρια που βγάζει το νοίκι της δουλεύοντας στο γραφείο μιας σχολής τεχνών και χειροτεχνίας. Η καθημερινότητά της είναι ένα κουβάρι από δυσάρεστα θολά όρια. Ο πατέρας της είναι κεραμίστας, που έχει πλέον συνταξιοδοτηθεί και η φήμη του προηγείται – η μητέρα της διευθύνει το γραφείο όπου εργάζεται, γεγονός που μπορεί να κάνει τις σχέσεις του προσωπικού δύσκολες- ο αδελφός της είναι ένας «θεωρητικός συνωμοσίας», από τον οποίο η μητέρα της περιμένει να παραδεχτεί ότι είναι η ιδιοφυΐα της οικογένειας, αλλά ο οποίος βρίσκεται λίγο πολύ υπό τη φροντίδα της. Κρατάει χαμηλά τα έξοδα στέγασης της νοικιάζοντας ένα διαμέρισμα σε μια διπλοκατοικία που ανήκει σε μια άλλη καλλιτέχνιδα, την Joelle (Jo), η οποία μένει δίπλα και είναι ταυτόχρονα σπιτονοικοκυρά, συνάδελφος και φαινομενικός φίλος.
Έχει μια έκθεση μέσα στην εβδομάδα που θα μπορούσε να γίνει αντιληπτή – θα μπορούσε να αλλάξει τη ζωή της – και μια μοίρα από ειδώλια κεραμικής που πρέπει να βάλει τζάμια και να τα ψήσει. Η δουλειά της δίνει χρόνο για να κάνει την πραγματική της δουλειά, ενώ το γκαράζ της Joelle της παρέχει χώρο. Είναι εύκολο να εντοπίσει κανείς έναν παραλληλισμό με την καριέρα της ίδιας της Reichardt, η οποία γυρίζει τις ταινίες με τα λίγα χρήματα που την καθιέρωσαν ως σημαντική Αμερικανίδα σκηνοθέτιδα, ενώ παράλληλα βγάζει τα προς το ζην διδάσκοντας φοιτητές.
Είναι δυνατόν να παρακολουθήσει κανείς τη Williams ως Lizzy να τριγυρνάει στο διαμέρισμά της με τις κάλτσες της και τις κακόγουστες φούστες της και να σκεφτεί ότι δεν κάνει σχεδόν τίποτα, τουλάχιστον από άποψη ερμηνείας. Οι χαρακτήρες της Reichardt εξάλλου τείνουν να καταγράφουν τις συναισθηματικές αλλαγές τους σχεδόν βαρομετρικά, σαν αλλαγές στην πίεση του αέρα. Η Lizzy δεν είναι ομιλητική. Το «Showing Up» έχει να κάνει με ατελείωτες, μικροσκοπικές πράξεις επιμονής και η αλήθεια είναι ότι πολύ λίγα πράγματα συμβαίνουν.
Η Lizzy εγκαθιδρύει το χώρο εργασίας της κλείνοντας τον εαυτό της από τους άλλους, συμπεριλαμβανομένων και ημών. Μόνο στο τέλος της ταινίας, όταν ανοίγει η έκθεσή της και ανησυχεί για το αν υπάρχει πολύ τυρί στο πιάτο με τα σνακ, μπορεί να ανοίξει μια χαραμάδα στην πανοπλία της. Δυστυχώς ή και όχι αυτά που συμβαίνουν δεν είναι πολλά, αλλά για τους οπαδούς του εσωτερικευμένου σινεμά της σκηνοθέτιδας είναι αρκετά.
Η τέχνη μπορεί να προσλαμβάνεται -ή, από μια πιο μισθοφορική άποψη, να καταναλώνεται- ως κάτι αφηρημένο, διαφωτιστικό, υπονοούμενο, ανατρεπτικό, προκλητικό και υπερβατικό. Η πραγματική δημιουργία της, ωστόσο, εξαρτάται από μια πολύ συγκεκριμένη αναλογία έμπνευσης ως προς την έμπνευση. Το «Showing Up» έχει να κάνει με το να βάλεις τη δουλειά που χρειάζεται στο έργο τέχνης και με το τι χρειάζεται για να συγκεντρώσεις το αίμα, τον ιδρώτα και τα δάκρυα για να παράγεις κάτι προσωπικά εκφραστικό και βαθιά συγκινητικό. Ή ακόμα και κάτι επιτηδευμένο και εγωκεντρικό και ελιτίστικο ίσως και μέχρις εσχάτων όπως αυτά τα γλυπτά και οι πίνακες ζωγραφικής και, ναι, οι κινηματογραφικές ταινίες δεν μπορούν να είναι μόνο αριστουργήματα. Οτιδήποτε δημιουργικό απαιτεί κόπο, είτε το τελικό αποτέλεσμα εκτοξεύεται στο διάστημα, είτε πέφτει στο κενό, και αυτό είναι το κομμάτι που αυτό το πορτρέτο ενός καλλιτέχνη θέλει να αναγνωρίσουμε. Το δάχτυλο της θεότητας που αγγίζει το μυαλό, χαρίζει έμπνευση και μπορεί να μας δώσει μια ιδέα και είναι οι κάλοι στα χέρια μας που την κάνουν πραγματικότητα και αποδεικνύουν την δημιουργία και ολοκληρώνουν το έργο.
Το ότι αυτή η κυκλοθυμική, ζαλισμένη μελέτη ενός χαρακτήρα καλλιτέχνη πλήσιαζει πιο κοντά στην πλευρά του «αριστουργήματος» δεν αποτελεί έκπληξη, αν αναλογιστεί κανείς ότι προέρχεται από την Kelly Reichardt και τη Michelle Williams, ένα από τα καλύτερα δίδυμα σκηνοθέτη-ηθοποιού των τελευταίων ετών. Η σκηνοθέτης με έδρα το Portland ειδικεύεται στους συναισθηματικά ακατάστατους ανθρώπους, στους τύπους που δουλεύουν διαρκώς και βρίσκονται σε μια μονίμη εξέλιξη, στις γυναίκες που βρίσκονται στα πρόθυρα. Η συνεργάτης της -Williams όχι μόνο συνδιαλέγεται σε αυτό το μήκος κύματος υπέροχα με τους χαρακτήρες, αλλά μπορεί να εξανθρωπίσει αυτές τις ελαττωματικές γυναίκες χωρίς να τις λειαίνει ή να τις εκλαϊκεύει. Αυτές οι δύο γυναίκες φαίνεται να ταιριάζουν ιδανικά, είτε αφηγούνται ιστορίες περιθωριακών κατοίκων (Wendy & Lucy), αποξενωμένων προαστίων (Certain Women) είτε αποίκων στην άγρια, παράξενη Δύση (Meek’s Cutoff). Αντίθετα ξέρουν ακριβώς πώς να εναρμονιστούν γύρω από το δυσαρμονικό περιβάλλον του βορειοδυτικού Ειρηνικού.
Η Lizzy, η γλύπτρια που ανακατεύεται μέσα από την ιστορία του «Showing Up», είναι ένας από τους πιο δυσαρμονικούς χαρακτήρες που έχουν δημιουργήσει μαζι η Reichardt με την Williams. Η πρωταγωνίστρια είναι μια σταθερά δυσαρεστημένη παρουσία με Crocs και κάλτσες, περνάει τον περισσότερο χρόνο της σε ένα στούντιο στο γκαράζ. Η Lizzy έχει μια έκθεση σε μια εβδομάδα περίπου και δυσκολεύεται να τελειώσει τα έργα της, αλλά για να είμαστε δίκαιοι, υπάρχουν πολλά εμπόδια που στέκονται ανάμεσα στην δουλειά της και την προθεσμία της. Όπως το ότι η σπιτονοικοκυρά της Lizzy, η Jo (Hong Chau), ο οποίος επίσης έχει εγκαίνια γκαλερί, δεν έχει καταφέρει να φτιάξει τον χαλασμένο θερμοσίφωνα, και χωρίς ζεστό νερό δεν έχει ντους. Μπορεί να ταυτιστείς με αυτή τη νεο-χίπι σπιτονοικοκυρά ή να είσαι τόσο εκνευρισμένη μαζί της όσο και η Lizzy, αλλά η εξαιρετική ερμηνεία της Chau για ορισμένους φευγάτους, ελαφρώς εγωκεντρικούς καλλιτεχνικούς τύπους θα πρέπει να μελετηθεί στα μαθήματα υποκριτικής και συγγραφής, ανεξάρτητα από τα συναισθήματα που προκαλεί.
Μέσα στην ιστορία υπάρχει επίσης μια πεινασμένη γάτα που την κράζει, και ένα πληγωμένο περιστέρι που την έπεισε να προσέχει τα πουλιά, και μια καθημερινή δουλειά σε μια σχολή τέχνης. Στην συγκεκριμένη πράξη ζωής μπορείς να προσθέσεις και κάποια οικογενειακά ζητήματα, κυρίως το γεγονός ότι ο αδελφός της (John Magaro) έχει σταματήσει να παίρνει τα φάρμακά του και έχει αρχίσει να διολισθαίνει σε επικίνδυνες παρανοϊκές ψευδαισθήσεις. Εν τέλει πρόκειται για μια ταινία που μιλάει για σκληρή δουλειά, η «φάρσα» της Reichardt για τον καλλιτεχνικό κόσμο του Portland δίνει μεγάλη σημασία στο πόσο δύσκολο είναι να κάνεις πραγματική δουλειά. Η Lizzy μπορεί να έχει πολλά πράγματα υπέρ της: η μαμά της είναι το αφεντικό της, χρησιμοποιεί δωρεάν τον κλίβανο του σχολείου που διευθύνει ένας χαλαρός και άνετος δάσκαλος (André Benjamin), και όπως της θυμίζει η Jo, το ενοίκιο είναι φτηνό. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι έχει χρόνο ή ενέργεια να αφιερώσει για να ακολουθήσει πραγματικά την ευτυχία της.
Σε συνεργασία με τον βασίκο συνεργάτη της Reichardt, Jonathan Raymond, το «Showing Up» έχει φτιαχτεί για να είναι μια παράξενη βιτρίνα για τη Williamς, η οποία στηρίζεται στη βραχυκυκλωμένη, δυσλειτουργική ιδιοσυγκρασία της Lizzy, στις παθητικο-επιθετικές τάσεις και τη σκοτεινή-συννεφιασμένη άποψη της για τη ζωή. Ποτέ δεν συμπεριφέρεται σαν θύμα, αλλά η ηθοποιός σε αφήνει να δεις φευγαλέα το σύμπλεγμα καταδίωξης που σιγοβράζει ακριβώς κάτω από την επιφάνεια: «Γιατί οι άνθρωποι δεν μπορούν να την αφήσουν να κάνει τη δουλειά της;»! Υπάρχουν επίσης υπονοούμενα αμφιβολίας που απλώνονται ακριβώς πάνω από μια γνήσια ανάγκη να φροντίσει κάτι, είτε πρόκειται για εκείνο το περιστέρι με τα σπασμένα φτερά, είτε για τον ψυχικά ασταθή αδελφό της. Η Lizzy μπορεί να γίνει δύστροπη, ωστόσο, δεν είναι ποτέ κάτι λιγότερο από περίπλοκη, και όσο περισσότερο παρακολουθείς τη Williams να πλάθει και να σμιλεύει εξωτερικά αυτές τις μικρές, αδιαμόρφωτες πήλινες φιγούρες σε μακρινά πλάνα, τόσο περισσότερο νιώθεις ότι κάνει το ίδιο πράγμα στην εσωτερική ζωή της LizzyΛ με την ίδια λεπτότητα και προσοχή στη λεπτομέρεια.
Όταν τα πράγματα δυσκολεύουν, η Reichardt έχει τον τρόπο να τα αποσύρει πριν γίνουν γλυκανάλατα και στήνει επίσης ένα κλιμακούμενο σκηνικό που νομίζεις ότι πρόκειται να μετατραπεί σε κοινωνικό ναυάγιο, πριν κάνει μια επιδέξια πιρουέτα σε μια απολύτως εκπληκτική στιγμή χάρης.
Το «Showing Up» δεν θέλει να κάνει τη δημιουργία τέχνης να φαίνεται εύκολη. Θέλει να δείς την ένταση μιας δημιουργικής ζωής, το τίμημα που παίρνει μια τέτοια αφοσίωση, την προθυμία να θυσιαστείς στο όνομα του να μπορείς να πεις «το έκανα αυτό» ακόμη και όταν η φήμη, η περιουσία -ή το κοινό σου είναι τόσο μεγάλο που μπορείς να το μετρήσεις με τα δάχτυλα των χεριών σου- μοιάζει με όνειρο απατηλό. Η ειρωνεία δεν είναι ότι χρειάζονται δύο απίστευτοι, σκληρά εργαζόμενοι καλλιτέχνες και οι συνάδελφοί τους καλλιτέχνες, για να μας το παρουσιάσουν αυτό. Αντίθετα αυτή την ιδέα την έχουν ενσωματώσει μέσα στην ιστορία μιας αγωνιζόμενης γλύπτριας που είναι ο χειρότερος εχθρός του εαυτού της και την έχουν κάνει να μοιάζει με το πιο απατηλά χαλαρό και φυσικά υπέροχο έργο τέχνης εδώ και αιώνες.
Διάβασε επίσης:
«Jeanne du Barry»:Η νέα γαλλόφωνη ταινία του Johnny Depp θα ανοίξει το φετινό Φεστιβάλ των Καννών
Στο ιστορικό δράμα «Jeanne du Barry» ο ηθοποιός Johnny Depp υποδύεται τον Λουδοβίκο XV και αποτελεί την πρώτη του ταινία μετά από τρία χρόνια και μετά τη δίκη για δυσφήμιση με την πρώην σύζυγο του που κέρδισε ο ηθοποιός τον Δεκέμβριο.
Το ιστορικό δράμα της Maïwenn, «Jeanne du Barry», με τον Johnny Depp στο ρόλο του Λουδοβίκου XV, έχει προγραμματιστεί να κάνει παγκόσμια πρεμιέρα στη βραδιά έναρξης του 76ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών. Το φεστιβάλ επιβεβαίωσε την είδηση μετά το ρεπορτάζ του Variety.
Η έκτη ταινία της Maïwenn, είναι μία ταινία εποχής που περιστρέφεται γύρω από την ταραχώδη σχέση του Γάλλου βασιλιά Λουδοβίκου XV και της ερωμένης του, Ζαν ντι Μπάρι (την οποία υποδύεται η ίδια η Maïwenn), την οποία έφερε στο παλάτι των Βερσαλλιών για να ζήσει κοντά του, παρόλο που δεν ήταν ευγενής. Ο Λουδοβίκος XV, που είχε το παρατσούκλι «ο αγαπημένος», πέθανε τελικά ως αντιδημοφιλής βασιλιάς αφού κατηγορήθηκε για διαφθορά. Βασίλευσε για 59 χρόνια, το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα στην ιστορία της Γαλλίας μετά από αυτό του Λουδοβίκου ΙΔ΄. Ο Depp μιλούσε ελάχιστα γαλλικά πριν από την έναρξη των γυρισμάτων, οπότε θα έχει ενδιαφέρον να δούμε πώς θα τα καταφέρει χωρίς προφορά.
Δες εδώ ποια είναι νέα ταινία του Johnny Depp που θα κάνει πρεμιέρα στις Κάννες
Ακολούθησε το TheIssue.gr στο Google News και μάθε πρώτη όλα τα νέα!
|