White Noise: Η νέα μαύρη κωμωδία του Netflix είναι η επόμενη ταινία που πρέπει να δεις
Όπως οι περισσότεροι από εμάς, οι χαρακτήρες του White Noise φοβούνται τον θάνατο και αυτή η ταινία γεννήθηκε ίσως από τον ίδιο φόβο. Ήταν το 2020, στην αρχή της παγκόσμιας πανδημίας COVID-19, όταν ο Baumbach ξαναδιάβασε το βιβλίο του DeLillo και βρήκε παραλληλισμούς με τους δικούς μας σκοτεινούς καιρούς.
Μπορεί να αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι ο Noah Baumbach (Frances Ha, Marriage Story) απομακρύνθηκε από το προσωπικό, νατουραλιστικό του στυλ για να γυρίσει το «White Noise», μια παράλογη κινηματογραφική μεταφορά του διάσημου μυθιστορήματος του Don DeLillo του 1985. Αλλά αν κοιτάξεις πιο προσεκτικά, θα δεις σχετιζόμενα θέματα όπως αυτά που ενδιαφέρουν εδώ και καιρό τον σκηνοθέτη. Κυρίως, στην προκειμένη περίπτωση, ο καθολικός αγώνας ενάντια στο αναπόφευκτο του θανάτου.
Ο θάνατος μας ενώνει όλους. Και οι κοινωνίες διαμορφώνονται όχι μόνο από το φόβο για την αναπόφευκτη αυτή έκβαση, αλλά και από τους κοινούς τρόπους με τους οποίους παραμερίζουμε αυτές τις υπαρξιακές σκέψεις. Ο καταναλωτισμός, οι θεωρίες συνωμοσίας και τα συλλογικά τραύματα συγκρούονται στην τολμηρή διασκευή του Noah Baumbach ενός μυθιστορήματος που μπορεί να εκδόθηκε στα μέσα της δεκαετίας του ’80, αλλά αναμφισβήτητα μιλάει για τα ζητήματα που συνεχίζουν να κυριαρχούν στην κουλτούρα μας στη δεκαετία του 2020.
Η ιστορία μιας οικογένειας που αποσυνδέεται από την ήδη εύθραυστη ύπαρξή της εξαιτίας ενός αερομεταφερόμενου τοξικού συμβάντος έχει μια συνάφεια με την εποχή του COVID που ο συγγραφέας Don DeLillo δεν θα μπορούσε να φανταστεί τότε. Ωστόσο, το πηγαίο υλικό εδώ έχει σχεδιαστεί για να μιλήσει για μια ευρύτερη αίσθηση τραύματος και φόβου, στοιχεία που δεν θα εξαφανιστούν ποτέ όσο η απειλή του θανάτου παραμένει στη ζωή μας.
Η προσαρμογή του «White Noise» από τον Baumbach ξετυλίγει αυτά τα πολύπλοκα θέματα με παιχνιδιάρικο πνεύμα για περίπου 90 λεπτά, προτού ο συγγραφέας/σκηνοθέτης χάσει αναμφισβήτητα το χειρισμό του στο πιο σοβαρό μέρος στην τελευταία πράξη. Παρόλα αυτά, υπάρχουν περισσότερα από αρκετά πράγματα για να αρέσει η ταινία, ειδικά όταν πρόκειται για το απροσδόκητο μείγμα ενός συγγραφέα και ενός σκηνοθέτη που δεν θα θεωρούσε κανείς απαραίτητα ταιριαστούς. Η ζωή είναι γεμάτη εκπλήξεις, σωστά;
Το «White Noise» ξεκινάει με έναν καθηγητή ονόματι Murray Siskind (Don Cheadle) να μιλάει για την άνεση των αυτοκινητιστικών δυστυχημάτων στο φιλμ. Όπως κάθε επιλογή σε αυτό το σενάριο, έτσι και αυτή, δεν είναι τυχαία. Ο Siskind μιλάει για την απλότητα του αυτοκινητιστικού δυστυχήματος, σημειώνοντας πως κόβει τον χαρακτήρα και την πλοκή σε κάτι που είναι εύκολα κατανοητό και σχετικό. Σε αυτό το σημείο προϊδεάζει για το μεσαίο τμήμα μιας ταινίας που θα παίξει ουσιαστικά σαν ταινία καταστροφής, ζητώντας από τους θεατές να φανταστούν τι θα έκαναν αν βρίσκονταν στην ίδια κατάσταση. Και είναι ένα σκηνικό για μια άλλη συναρπαστική πτυχή της ταινίας, είναι ένα σχόλιο για την κάθαρση του πλήθους.
Ηρεμούμε όταν βλέπουμε τους άλλους να κάνουν το ίδιο πράγμα που κάνουμε κι εμείς, είτε παρακολουθούμε ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα σε μια ταινία, είτε παρακολουθούμε μια συναυλία του Έλβις, είτε αγοράζουμε πράγματα που δεν χρειαζόμαστε σε ένα παντοπωλείο.
Κάποιος που καταλαβαίνει πολύ καλά την ομαδική σκέψη είναι ο καθηγητής Jack Gladney (Adam Driver), ένας από τους παγκόσμιους ειδικούς στις χιτλερικές σπουδές, αν και ντρέπεται που δεν μιλάει γερμανικά. Η πρώτη πράξη -και η ταινία χωρίζεται σε τρία μέρη στην οθόνη- θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως σάτιρα του ακαδημαϊκού κόσμου, καθώς ο Gladney, ο Siskind και ο συνάδελφός τους χρησιμοποιούν μεγάλες λέξεις και νοήματα για να βοηθήσουν να καταλάβουν τα μεγάλα προβλήματα.
Ο Jack και η σύζυγός του Babbette (Greta Gerwig) έχουν μια μικτή οικογένεια που περιλαμβάνει την επιρρεπή στο άγχος Denise (Raffey Cassidy), τον προβληματικό Heinrich (Sam Nivola) και δύο ακόμη παιδιά. Η Babbette έχει ξεχάσει πράγματα τον τελευταίο καιρό και η Denise παρατηρεί ένα νέο μπουκάλι με συνταγή για ένα φάρμακο που ονομάζεται Dylar. Πρόκειται για μια καθημερινή αμερικανική οικογένεια – που περνάει τη ζωή ήρεμα καθώς προσπαθεί να απομακρύνει τα ζητήματα που έχουν καταδιώξει τους φιλοσόφους εδώ και αιώνες, όπως το νόημα όλων αυτών και το πώς να σταματήσει να σκέφτεται κανείς πότε θα τελειώσει.
Σε μια από τις καλύτερες πρώτες σκηνές, ένα σχόλιο για το πόσο ευτυχισμένοι είναι, οδηγεί την Babbette και τον Jack σε μια συζήτηση για το ποιος πρέπει να πεθάνει πρώτος.
Ενώ ο θάνατος απασχολεί στην πρώτη πράξη του «White Noise», γίνεται πιο απτός στη δεύτερη πράξη, με τίτλο «The Airborne Toxic Event». Ένα δυστύχημα με τρένο στην άκρη της πόλης στέλνει χημικές ουσίες να πετούν στον ουρανό και όλοι στην οικογένεια Gladney, εκτός από τον Jack , πανικοβάλλονται. Καθώς εκείνος προσπαθεί να εκτονώσει την κατάσταση, η Denise πείθεται ότι είναι ήδη άρρωστη και ο Heinrich ακούει εμμονικά τα δελτία ειδήσεων. Πριν περάσει πολύς καιρός, βρίσκονται στο δρόμο σε μια μαζική εκκένωση, και ξεδιπλώνεται ένα από τα πιο εντυπωσιακά τεχνικά επιτεύγματα του σκηνοθέτη, που αποτυπώνει μια οικογένεια σε φυγή από το άγνωστο προς το άγνωστο.
Χωρίς να χαλάσουμε εντελώς το τέλος και την τελευταία τρίτη πράξη, αυτή επαναφέρει τους Gladney πίσω στο σπίτι τους, αλλά με τον θάνατο να είναι μια πολύ πιο παρούσα πραγματικότητα στο μυαλό του Jack. Δυστυχώς, καθώς η ένταση αυξάνεται, το White Noise χάνει λίγο από τον αντίκτυπό του, ειδικά σε μερικές φλύαρες σκηνές κοντά στο τέλος που προδίδουν τον τόνο του πρώτου μισού. Ναι, η ταινία ασχολείται πάντα με σοβαρά θέματα, αλλά γίνεται άκαμπτή όταν αυτά μπαίνουν στο επίκεντρο και ο τόνος δυσκολεύεται να συγχωνεύσει τη σάτιρα και το συζυγικό δράμα. Το βιβλίο του DeLillo χαρακτηριζόταν ως «μη κινηματογραφικό» για δεκαετίες, και νιώθουμε ότι σε αυτή την τελευταία πράξη αυτό γίνεται πιο εμφανές.
Ευτυχώς, ο Baumbach έχει δύο από τους πιο αξιόπιστους συνεργάτες του για να μην ξεφύγει από τα όρια. Ο Driver είναι, για άλλη μια φορά, εξαιρετικός εδώ, φτιάχνοντας μια ερμηνεία που είναι συχνά πολύ αστεία, είναι ο αδέξιος ακαδημαϊκός που αναγκάζεται να προσπαθήσει να κρατήσει την οικογένειά του ζωντανή παρά τις κατώτερες δεξιότητές του, αλλά ο Driver δίνει μια ερμηνεία που είναι συχνά πολύ λεπτή, ακόμα και όταν όλα γύρω του γίνονται μεγαλύτερα από αυτό που μπορεί να διαχειριστεί. Η Gerwig είναι λίγο περίεργα μανιερίστικη στις αρχές της ταινίας, αλλά αυτό είναι λογικό για έναν χαρακτήρα που φαίνεται κάπως αδέσμευτος πριν ο αέρας γύρω της γίνει τοξικός.
Για να ξεδιπλώσει αυτό το έπος υπαρξιακού τρόμου, ο Baumbach συγκέντρωσε μια ομάδα που αξίζει να αναφερθεί. Ο κινηματογραφιστής Lol Crawley (“Vox Lux”) βρίσκει τη σωστή ισορροπία μεταξύ ρεαλισμού και παρωδίας στην κάμερα, δίνοντας σε μεγάλο μέρος της ταινίας μια υπερβολική εμφάνιση που ενισχύεται από τον άριστο σχεδιασμό παραγωγής του Jess Gonchor. Το A&P αλυσίδα super-market εδώ, με τα έντονα χρώματα και τα ράφια με τα ίδια αντικείμενα, δεν είναι ακριβώς η πραγματικότητα, αλλά είναι αρκετά κοντά για να δώσει το νόημα και την εικόνα που χρειάζεται, και οι χαοτικές σκηνές πανικού στη μεσαία πράξη της ταινίας έχουν την ενέργεια ενός CGI blockbuster. Τέλος, η μουσική του Danny Elfman είναι μια από τις καλύτερες της χρονιάς, συνδέοντας τα τρία διαφορετικά τονικά τμήματα με έναν εξαιρετικό τρόπο.
Τι σημαίνουν όλα αυτά; Γιατί παίρνουμε χάπια, αγοράζουμε σκουπίδια και παρακολουθούμε αυτοκινητιστικά δυστυχήματα για να ξεφύγουμε από τους φόβους μας; Η πρωτοφανής χορευτική ακολουθία A&P που τελειώνει το «White Noise» προσγειώνει ένα βασικό θέμα με συναρπαστικό τρόπο, μπορεί όλοι μας να αγοράζουμε πολύχρωμα πράγματα που δεν χρειαζόμαστε για να αποσπάσουμε την προσοχή μας από την πραγματικότητα, αλλά ας προσπαθήσουμε τουλάχιστον να διασκεδάσουμε όσο το κάνουμε.
Ακολούθησε το TheIssue.gr στο Google News και μάθε πρώτη όλα τα νέα!
|